τόξον

τόξον
-ου + τό N 2 7-20-23-21-7=78 Gn 9,13.14.16; 21,16; 27,3
bow Gn 27,3; bow in the clouds, rainbow Gn 9,13; τόξα bow and arrows 2 Kgs 13,18

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τόξον — bow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξω — τόξον bow neut nom/voc/acc dual τόξον bow neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξα — τόξον bow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξοιο — τόξον bow neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξοις — τόξον bow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξοισι — τόξον bow neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξοισιν — τόξον bow neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξου — τόξον bow neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξων — τόξον bow neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξῳ — τόξον bow neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”